ναύλοχοι

ναύλοχοι
ναύλοχος
affording a safe anchorage
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ASTERIS — insul. quam sic describit Homer. Od. r. v. 844. Ε῎ςτε δέ τις νῆσος μέςςη ἁλὶ πετρἠεςςα, Μεςςηγὺς Ι᾿θάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέςςης Α᾿ςτερὶς, οὐ μεγάλη, λιμένες δ᾿ ενὶ νάυλοχοι ἀυτῇ Α᾿μφίδυμοι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιπτυχή — ἡ, Α [περιπτύσσω] 1. περίβλημα, περικάλυμμα 2. περίπτυξη, εναγκαλισμός 3. (στον πληθ. σε ποιητικές φράσεις προκειμένου να δηλωθούν πράγματα που περιβάλλουν κάτι) α) «τειχέων περιπτυχαί» τα τείχη που περιβάλλουν μια πόλη β) «ναύλοχοι περιπτυχαί»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”